φέρος

φέρος
τὸ, Μ
η φορά τών πραγμάτων («ἔφερε τὸ φέρος», Χρον. Μop.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …   Dictionary of Greek

  • φέριστος — και φέρτιστος, ίστη, ον, Α φέρτατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρ ιστος έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bher τού ρ. φέρω* με την κατάλ. ιστος τού υπερθετικού βαθμού (πρβλ. μέγ ιστος) και αντιστοιχεί, ως προς τον τρόπο σχηματισμού, με έναν αβεστ. τ. κλητικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”